περικάτω

περικάτω
περί-κατόω
pres imperat act 2nd sg (doric aeolic)
περί-κατόω
imperf ind act 3rd sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • περικάτω — Α επίρρ. 1. άνω κάτω 2. με το πρόσωπο προς τα κάτω, μπρούμυτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + κάτω] …   Dictionary of Greek

  • περι- — (ΑΜ περι ) α συνθετικό πολλών συνθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση περί και εμφανίζει τις ακόλουθες σημασίες: α) γύρω, ολόγυρα, από όλες τις μεριές, από παντού (πρβλ. περι βρέχω, περι γιάλι, περι λούω, περι… …   Dictionary of Greek

  • περικατωτροπή — ἡ, Α πλήρης ανατροπή, τέλειο αναποδογύρισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < περικάτω + τροπή] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”